- μαχιμωδης
- μαχιμώδηςμᾰχῐμ-ώδης2(ᾰ) воинственный, задорный или сварливый
(φωναί Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(φωναί Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μαχιμώδης — μαχιμώδης, ῶδες (Α) [μάχιμος] πολεμικός, εριστικός, φιλοπόλεμος («μαχιμώδεις φωνάς», Στράτ.) … Dictionary of Greek
μαχιμώδεις — μαχιμώδης quarrelsome masc/fem acc pl μαχιμώδης quarrelsome masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)